15 Σεπτεμβρίου 2015

Η εκλογική δυναμική και η επόμενη ημέρα (του Σταύρου Λυγερού)

Δεν νομίζω ότι και μετά το δεύτερο ντιμπέιτ που έγινε μεταξύ των αρχηγών των δυο μεγαλύτερων κομμάτων, οι αναποφάσιστοι κατάφεραν να διακρίνουν κάποια διαφορά στην πολιτική που προτίθεται να ασκήσει το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα (μεγάλα, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα). Βέβαια, φταίει και ο τρόπος που συμφωνείται να γίνεται το ντιμπέιτ, που αναγκάζει τους συμμετέχοντες να "παίζουν" αμυντικά, έχοντας στο νου τους μόνο πώς θα αποφύγουν τα λάθη.
Το 3ο μνημόνιο που ψηφίστηκε πριν από ένα μήνα δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια ελιγμών στον τρόπο εφαρμογής του. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι πολιτικοί αρχηγοί απέφυγαν τις συνήθεις μεγαλόστομες εξαγγελίες. Ένας άλλος λόγος είναι ότι δεν έχουν απομείνει πολλοί αφελείς πολίτες που θα τους πίστευαν και τα κόμματα το έχουν καταλάβει, όπως φαίνεται.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν και τι πρόκειται να ακολουθήσει; Η συνετή ματιά του κ. Σταύρου Λυγερού είναι η πλέον κατάλληλη να μας διαφωτίσει.


Τα ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών δεν επηρέασαν κατά τρόπο αξιόλογο τον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων, δεδομένου ότι δεν υπήρξαν καθαροί νικητές και ηττημένοι. Κατέδειξε, ωστόσο, πόσο στείρο είναι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Κατά τη διάρκειά τους δεν ακούστηκε ούτε μία καινοτόμα πρόταση, ούτε μία νέα ιδέα για τον τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα θα ξανασταθεί στα πόδια της.
Δεν πρόκειται μόνο για ανικανότητα των κομματικών επιτελείων. Είναι κάτι ακόμα χειρότερο. Δεν νοιώθουν καν την ανάγκη να προτείνουν κάτι καινούριο. Πολύ περισσότερο να επεξεργασθούν ένα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο που να είναι συμβατό με τις μνημονιακές υποχρεώσεις και να δεσμευθούν για την εφαρμογή του. Εάν το ένοιωθαν θα μπορούσαν τουλάχιστον να καλύψουν τη δική τους ανεπάρκεια και να απευθυνθούν σε εμπειρογνώμονες και σε ανθρώπους της αγοράς για να αλιεύσουν πρωτότυπες ιδέες.

Όσοι παρακολουθούν τη δημόσια σφαίρα διαπιστώνουν ότι συχνά διατυπώνονται ευρηματικές προτάσεις, οι οποίες μπορούν να κάνουν τη διαφορά και στον δημόσιο τομέα και στην πραγματική οικονομία. Το δυστύχημα είναι πως δεν γίνονται αντικείμενο συζήτησης και δεν ενσωματώνονται στον δημόσιο πολιτικό διάλογο.
Τα κομματικά επιτελεία αδιαφορούν. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η “μικροπολιτική κουζίνα” και η ψηφοθηρία. Γι’ αυτό και τα κομματικά προγράμματα είναι περισσότερο ευχολόγια και χωρίς γωνίες κοινοτοπίες παρά προτάσεις για τομές, οι οποίες προκαλούν αντιθέσεις και γόνιμο διάλογο στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν ιδιότυπο πολιτικό αυτισμό, ο οποίος επιβεβαιώθηκε και στα δυο ντιμπέιτ.
Κατά τα άλλα, η προτελευταία προεκλογική εβδομάδα κύλησε χωρίς εντυπωσιακά γεγονότα. Στο επίπεδο του εκλογικού συσχετισμού δυνάμεων, το σημαντικό είναι ότι η καθοδική τάση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ανακόπηκε, αλλά και παρατηρήθηκε μία κάποια αντισυσπείρωση στους κόλπους της ευρύτερης Αριστεράς και εν μέρει της Κεντροαριστεράς μπροστά στο ενδεχόμενο να επανέλθει στην εξουσία η ΝΔ.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιήσει προς το παρόν τουλάχιστον ένα μικρό δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι της ΝΔ. Κρίνοντας και από τις έρευνες, αλλά και από την εμπειρική πολιτική εκτίμηση, δεν πρόκειται για πλειοψηφικό ρεύμα με θετικά χαρακτηριστικά. Εάν επιβεβαιωθούν οι ενδείξεις, τη νίκη στο κόμμα του Τσίπρα θα την δώσουν πολίτες που θα το ψηφίσουν με μισή καρδιά, επειδή δεν θέλουν την επάνοδο της ΝΔ και δεν βλέπουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Θεωρείται παραδεκτό, ότι το κόμμα που θα έχει προβάδισμα σήμερα Τρίτη, στην τελική ευθεία προς τις κάλπες θα το διευρύνει.


Στο εκλογικό σώμα λειτουργεί ταυτοχρόνως και το δίπολο μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί και ο παραδοσιακός διαχωρισμός με βάση τον άξονα Δεξιά-Αριστερά. Το γεγονός ότι προσφάτως προσχώρησε στο μνημονιακό στρατόπεδο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταργεί το αντιμνημονιακό ρεύμα στην κοινωνία. Απλώς το αφήνει χωρίς πολιτική εκπροσώπηση με προοπτική εξουσίας.
Και στις εκλογές του 2012 και κυρίως στις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, τμήματα του πληθυσμού που έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό ή κινδυνεύουν να πέσουν ψήφισαν τον Τσίπρα και το κόμμα του, ελπίζοντας ότι θα κάνει πράξη την επαγγελία του για τερματισμό των μνημονιακών πολιτικών. Η ελπίδα αυτή έσβησε. Τώρα πλέον, την αντιμνημονιακή σημαία κρατούν η Λαϊκή Ενότητα και η Χρυσή Αυγή. Είναι δύο κόμματα με αντιδιαμετρική ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα, αλλά με κοινό παρονομαστή τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους και τη θέση για επιστροφή στη δραχμή.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο κόμμα, όμως, προσφέρουν προοπτική εξουσίας. Η συσσωρευμένη κοινωνική αγανάκτηση και απόγνωση (και όση ακόμα προστεθεί στο επόμενο διάστημα λόγω της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου) θα έχει κοινοβουλευτική διέξοδο και πιθανόν τον επόμενο χρόνο να αυξήσει τα δημοσκοπικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής και της Λαϊκής Ενότητας. Δεν θα υπάρχει, όμως, ελπίδα για τερματισμό των μνημονιακών πολιτικών. Μ’ αυτή την έννοια, το ενδεχόμενο κοινωνικής αναταραχής δεν μπορεί να αποκλεισθεί, έστω κι αν αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται τίποτα σχετικό στον ορίζοντα.
Το ενδεχόμενο αυτό συνδέεται και με το ποια κυβέρνηση θα σχηματισθεί. Το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατική Συμπαράταξη) έχει το πλεονέκτημα πως θα συγκεντρώσει μία πανίσχυρη βάση στήριξης στη Βουλή. Με άλλα λόγια, η υπερψήφιση των συμπεριλαμβανόμενων στο 3ο Μνημόνιο επώδυνων μέτρων θα είναι εξασφαλισμένη, ακόμα κι αν σε επόμενες κρίσιμες ψηφοφορίες προκύψουν νέα ρήγματα κυρίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού θα δημιουργήσει δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η Χρυσή Αυγή θα αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση και ο υπόδικος αρχηγός της Μιχαλολιάκος θα γίνει πολιτειακός παράγοντας. Είναι προφανές πως μία τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει ανεπιθύμητα θεσμικά προβλήματα.


Το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι σε μία τέτοια περίπτωση, τη διογκούμενη (λόγω των νέων επώδυνων μνημονιακών μέτρων) κοινωνική αγανάκτηση και απόγνωση θα μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά, έστω και εν μέρει, μόνο η Λαϊκή Ενότητα και η Χρυσή Αυγή. Αυτό μεσομακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί απειλή για το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού αντιμετωπίζεται με σχετική επιφύλαξη και από ορισμένους κύκλους του ευρωιερατείου, παρότι η κυρίαρχη τάση δίνει έμφαση στην απρόσκοπτη εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.
Το ζήτημα των συνεργασιών για τον σχηματισμό κυβέρνησης έχει, άλλωστε, τεθεί από τώρα στο τραπέζι. Μπορεί η Κουμουνδούρου να μην έχει επισήμως εγκαταλείψει τον ρητορικό στόχο της αυτοδυναμίας, αλλά είναι κοινός τόπος ότι πραγματικός πολιτικός στόχος της είναι η πρωτιά. Και την πρωτιά θα εξασφαλίσει το κόμμα που θα υπερβεί το 30%.
Οι ηγεσίες και του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατικής Συμπαράταξης θεωρούν πιθανότερη την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και προετοιμάζονται για τις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις με σκοπό τον σχηματισμό κυβέρνησης. Επειδή και τα δύο αυτά κόμματα πιέζονται εκλογικά από τη ΝΔ, θα προτιμούσαν το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού.
Θεωρούν όχι αδικαιολόγητα ότι εάν συμμετάσχουν μόνα τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση υπό τον Τσίπρα και αφήσουν τη ΝΔ στην αντιπολίτευση μελλοντικά θα υποστούν σημαντικές εκλογικές απώλειες. Το κόμμα του Μεϊμαράκη θα εισπράξει πολιτικοεκλογικά μέρος της αναπόφευκτης κοινωνικής αγανάκτησης και απόγνωσης. Γι’ αυτό και –σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες– αρχικά τουλάχιστον και το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ θα πιέσουν την Κουμουνδούρου να πάει στο σενάριο του μεγάλου συνασπισμού, δεδομένου ότι το επιδιώκει και η Ρηγίλλης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι κατηγορηματικά αντίθετος. Θα ήταν πολιτικός κόλαφος για τον Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση με τη ΝΔ. Θα ακύρωνε όλα τα επιχειρήματά του και προς το εσωτερικό του κόμματός του και προς την κοινωνία. Μετά την έστω και αναγκαστική προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο, ο μέχρι πρότινος πρωθυπουργός έχει ζωτική πολιτική ανάγκη να διαφοροποιηθεί και από τα άλλα μνημονιακά κόμματα και κυρίως από τη ΝΔ.
Στο πλαίσιο αυτό ισχυρίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το νέο και άφθαρτο που έχει αποστολή να αλλάξει τη χώρα κόντρα στο παλιό και φθαρμένο πολιτικό σύστημα. Ισχυρίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη βούληση και την ικανότητα να καταπολεμήσει τη διαφθορά-διαπλοκή, τις οποίες εξέθρεψαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Ισχυρίζεται ακόμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει και μπορεί να κατανείμει το κόστος του Μνημονίου με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και όχι επιβαρύνοντας κυρίως τα μικρομεσαία στρώματα όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Όταν αυτός είναι ο κορμός της προεκλογικής του καμπάνιας πώς ο Τσίπρας την επομένη θα μπορούσε να συμπράξει με το κόμμα του Μεϊμαράκη; Θα ακύρωνε πολιτικά τον εαυτό του. Γι’ αυτό και επιμένει να αποκλείει το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού.
Προκειμένου να κάμψει τις αντιρρήσεις των μελλοντικών μικρών κυβερνητικών εταίρων του, αλλά και να μην αφήσει τη ΝΔ να κεφαλαιοποιήσει για λογαριασμό της την αναπόφευκτη όξυνση του αντιμνημονιακού κλίματος, η Κουμουνδούρου σχεδιάζει να βάλει τον αντίπαλό της στο παιχνίδι. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η μελλοντική κυβέρνηση Τσίπρα θα καλέσει τη Ρηγίλλης να συμμετάσχει στην ειδική ομάδα για τη διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους, εφόσον αναγνωρίσει ότι δεν είναι βιώσιμο. Επίσης, συζητείται και το ενδεχόμενο συμμετοχής με κάποιον έμμεσο τρόπο “γαλάζιων” στελεχών και στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.


Η αλήθεια είναι πως με βάση την προεκλογική ρητορική του κανονικά ο Τσίπρας θα έπρεπε να αποκλείσει και τη συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ. Η κοινοβουλευτική αριθμητική, όμως, δεν του αφήνει περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Ακόμα και εάν τελικώς οι ΑΝΕΛ μπουν στη Βουλή, δεν θα επαρκούν για να σχηματισθεί επαρκής και κυρίως σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, η σύμπραξη με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ είναι μονόδρομος.
Το ίδιο μονόδρομος θα είναι και για τη ΝΔ η σύμπραξη με τα δύο αυτά μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, εάν βεβαίως καταφέρει και κερδίσει την πρωτιά. Με άλλα λόγια, εάν μία εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες υπάρχει ένα στάνταρ, αυτό είναι πως το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ θα συμμετάσχουν σίγουρα στην επόμενη κυβέρνηση, όποιος κι αν είναι ο νικητής.
Στην Κουμουνδούρου, ο Τσίπρας αντιμετωπίζει πολλές ενστάσεις για τη διαφαινόμενη κυβερνητική σύμπραξη κυρίως με το Ποτάμι. Οι ενστάσεις προέρχονται βασικά από στελέχη της "Κίνησης των 53", τα οποία με δυσκολία κατάπιαν τη μνημονιακή στροφή και τους φαίνεται νέα αφόρητη υποχώρηση η συγκυβέρνηση με το κόμμα των ολιγαρχών, όπως το αποκαλούν.
Όπως έχουμε αποκαλύψει εδώ και δύο εβδομάδες, όμως, ο Τσίπρας έχει εξαρχής αναλάβει τη δέσμευση έναντι του Γιούνκερ ότι θα συμπεριλάβει στη μελλοντική κυβέρνησή του το Ποτάμι. Προφανώς, δεν πρόκειται να μιλήσει στο κόμμα του γι’ αυτή τη δέσμευσή του. Για να κάμψει τις αντιρρήσεις θα επικαλεσθεί την αριθμητική των εδρών και την ανάγκη ισχυρής πλειοψηφίας στη Βουλή.
Ο Τσίπρας δεν έχει ακόμα πολυσυνειδητοποιήσει ότι (εάν τελικώς κερδίσει τις εκλογές) η συγκυβέρνηση με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ δεν θα θυμίζει καθόλου το επτάμηνο Ιανουάριος-Αύγουστος. Ο Καμμένος είχε παραχωρήσει στον μεγάλο εταίρο του απόλυτη άνεση κινήσεων όχι μόνο στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αλλά και σ’ όλους σχεδόν τους τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας εκτός του υπουργείου Άμυνας.
Ο Θεοδωράκης και η Γεννηματά θα είναι δύσκολοι εταίροι, επειδή θα απαιτούν οι σημαντικές κυβερνητικές επιλογές να έχουν τη σύμφωνη γνώμη τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα γίνονται αντικείμενο ενδοκυβερνητικής διαπραγμάτευσης. Ο Τσίπρας και η παρέα του δεν θα έχουν πλέον την άνεση κινήσεων και την ευχέρεια χειρισμών που είχαν.
Η πολιτική ισχύς των δύο μικρών εταίρων σε μία τέτοια μελλοντική κυβέρνηση θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την κοινοβουλευτική δύναμή τους. Αυτό επειδή το ευρωιερατείο και οι εγχώριες άρχουσες ελίτ θα χρησιμοποιήσουν κυρίως το Ποτάμι, με το οποίο έχουν προνομιακές σχέσεις, ως ένα είδος τοποτηρητή και εγγυητή. Όχι μόνο για την απαρέγκλιτη εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, αλλά και για να αποτρέψουν διακριτικά δυσάρεστες κυβερνητικές παρεμβάσεις εάν και εφόσον ο Τσίπρας επιμείνει να υλοποιήσει χρόνιες δεσμεύσεις του κόμματός του.
Το συμπέρασμα είναι ότι εάν κερδίσει η ΝΔ την πρωτιά, θα επιστρέψουμε με αρκετές διαφοροποιήσεις στην προ του Ιανουαρίου κατάσταση. Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ θα εισέλθει αναπόφευκτα σε φάση εσωστρέφειας και ενδεχομένως σε εσωκομματική κρίση που στο κέντρο της θα έχει πλέον την αμφισβήτηση της ηγετικής θέσης του Τσίπρα. Εάν πάλι, όπως φαίνεται πιθανότερο, κερδίσει την πρωτιά ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο τρόπος διακυβέρνησης θα είναι διαφορετικός από το επτάμηνο και οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα είναι σημαντικές.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, πάντως, η πορεία υλοποίησης του 3ου Μνημονίου δεν πρόκειται να είναι ούτε ευθύγραμμη ούτε χωρίς εμπόδια και τριβές με τους δανειστές. Τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί είναι δυσβάσταχτα για μία κοινωνία που έχει υποστεί πολλά την τελευταία εξαετία και αγγίζει τα όριά της. Αλλά και από στενά οικονομικής απόψεως είναι αμφιλεγόμενα όσον αφορά την ικανότητά τους να θέσουν την Ελλάδα σε τροχιά ευρωπαϊκού τύπου ανάπτυξης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολύ πιθανόν ο κόμπος να ξαναφθάσει στο χτένι και στην ατζέντα να επανέλθουν ζητήματα που υποτίθεται ότι έκλεισαν…


Το άρθρο δημοσιεύθηκε την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015 στο Πρώτο Θέμα
GreekBloggers.com