25 Απριλίου 2015

Εδουάρδο Γκαλεάνο, ακόμα ένας μεγάλος έφυγε

Πριν λίγες μέρες, τις μέρες του Πάσχα και συγκεκριμένα στις 13 Απριλίου, έφυγε ένας ακόμη μεγάλος των γραμμάτων, ο ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εδουάρδο Γκαλεάνο. 
Ο Γκαλεάνο οπωσδήποτε είναι γνωστός σε όλους σας,  αφού τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τα πιο γνωστά έργα του είναι οι "Μνήμες Φωτιάς" και "Οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής". 
Ως φόρο τιμής σε αυτό το μεγάλο όνομα του πνεύματος σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω κείμενα από το πρώτο βιβλίο που ανέφερα πιο πάνω, τις "Μνήμες Φωτιάς"* και συγκεκριμένα, πρώτα την εισαγωγή στην οποία σχολιάζει τη σχέση του με την Ιστορία και στη συνέχεια το πρώτο κεφάλαιο από αυτό το βιβλίο που είναι χαρακτηριστικό του τρόπου γραφής του.
Για όσους πιθανόν δεν θυμούνται, να αναφέρω ότι το βιβλίο αυτό -που είναι το πρώτο μιας τριλογίας- χωρίζεται σε δυο μέρη: στο πρώτο παρουσιάζει μέσα από τους μύθους των πρώτων Ινδιάνων την ιστορία της προκολομβιανής Αμερικής ξεκινώντας από τη δημιουργία του κόσμου, ενώ στο δεύτερο μέρος διαβάζουμε την ιστορία της Αμερικής από το τέλος του 15ου αιώνα μέχρι το 1700. Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει βιβλίο του ίσως τώρα είναι μια ευκαιρία, αφού πέρα από την ιστορία που διδάσκει, είναι ιδιαίτερα ελκυστικός και ο τρόπος γραφής του συγγραφέα.  
(Σημειώνω ότι εδώ μπορείτε να διαβάσετε συνέντευξή του, που δόθηκε στο ΒΗΜΑ, στα τέλη του 2012)
"Μνήμες Φωτιάς" - Εισαγωγή

Υπήρξα πολύ κακός μαθητής στην Ιστορία. Το μάθημα της Ιστορίας ήταν σαν επίσκεψη στο μουσείο των Κέρινων Ομοιωμάτων ή σαν περίπατος στην Περιοχή των Νεκρών. Το παρελθόν έμοιαζε ακίνητο, τρύπιο και βουβό. Μας δίδασκαν τους περασμένους χρόνους για να υποταχτούμε, άδειες συνειδήσεις, στο παρόν: όχι για να κάνουμε ιστορία, που είχε ήδη φτιαχτεί, αλλά για να τη δεχτούμε. Η καημένη η Ιστορία είχε πάψει πια ν’ αναπνέει: προδομένη στα ακαδημαϊκά κείμενα, ψεύτικη στις αίθουσες διδασκαλίας κι αποκοιμισμένη στον ημερήσιο τύπο, την είχαν φυλακίσει στα μουσεία και την είχαν θάψει, μ’ ανθισμένα αφιερώματα, κάτω απ’ τον μπρούντζο των αγαλμάτων και το μάρμαρο των μνημείων.

Μακάρι οι Συνομιλίες με τη φωτιά να βοηθήσουν να ξαναπάρει η Ιστορία την πνοή, την ελευθερία και το λόγο. Η Λατινική Αμερική όλους αυτούς τους αιώνες δεν υπέφερε μόνο το άρπαγμα του ασημιού και του χρυσαφιού της, του νίτρου και του καουτσούκ της, του χαλκού και του πετρελαίου της, αλλά και το σφετερισμό των αναμνήσεων. Από πολύ νωρίς καταδικάστηκε στην αμνησία από εκείνους που εμπόδισαν την ύπαρξή της. Η επίσημη λατινοαμερικάνικη ιστορία συρρικνώνεται σε μια στρατιωτική παρέλαση δικτατόρων με κολλαριστές στολές. Δεν είμαι ιστοριογράφος. Είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συμβάλει ώστε να σωθεί η λεηλατημένη ανάμνηση της γης που ’χει περιφρονηθεί κι εξαπατηθεί. Θα ήθελα να συνομιλήσω μαζί της, να μοιραστώ τα μυστικά της, να τη ρωτήσω από ποια χρώματα φτιάχτηκε, από ποιους έρωτες και βίαιες πράξεις προέρχεται.

Αγνοώ σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει τούτη η φωνή των φωνών. Οι Συνομιλίες με τη φωτιά δεν είναι ανθολογία, σίγουρα όχι. Αλλά δεν ξέρω κι αν είναι νουβέλα ή δοκίμιο, επική ποίηση ή μαρτυρία. Δε με απασχολεί ο χαρακτηρισμός. Δεν πιστεύω στα σύνορα που, σύμφωνα με τους τελωνοφύλακες της λογοτεχνίας, χωρίζουν τα είδη.

Δε θέλησα να γράψω ένα αντικειμενικό έργο. Δε θέλησα αλλά κι ούτε μπορούσα. Δεν έχει τίποτα το ουδέτερο τούτη η αφήγηση της ιστορίας. Ανίκανος να αποστασιοποιηθώ, παίρνω μέρος: το ομολογώ και δε μετανιώνω. Παρ’ όλα αυτά, το κάθε τμήμα αυτού του τεράστιου μωσαϊκού βασίζεται σε μια αυστηρή βάση ντοκουμέντων. Ό,τι αφηγούμαι εδώ έχει συμβεί, κι ας το λέω με τον τρόπο μου.

Η δημιουργία
(στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ως πηγή το βιβλίο του Marc De Civrieux "Watunna,
Mitología Makiritare")
 

Η γυναίκα κι ο άνδρας ονειρεύονταν ότι ο Θεός τους ονειρευόταν.

Ο Θεός τους ονειρευόταν καθώς σιγοτραγουδούσε κι έπαιζε τις μαράκες του ρυθμικά, τυλιγμένος στους καπνούς της πίπας του- ένιωθε ευτυχισμένος μες στην αμφιβολία και το μυστήριο.

Οι Ινδιάνοι Μακιριτάρε γνωρίζουν πως όταν ο Θεός ονειρεύεται φαΐ, καρποφορεί και δίνει τροφή. Όταν ο Θεός ονειρεύεται ζωή, γεννιέται και δίνει ζωή.

Η γυναίκα κι ο άνδρας έβλεπαν στον ύπνο τους πως στα όνειρα του Θεού εμφανιζόταν ένα μεγάλο αστραφτερό αβγό. Μες στο αβγό, εκείνοι τραγουδούσαν, χόρευαν κι έκαναν μεγάλο σαματά γιατί ήθελαν πάρα πολύ να γεννηθούν. Έβλεπαν στον ύπνο τους πως στα όνειρα του Θεού η χαρά ήταν πιο δυνατή απ’ την αμφιβολία και το μυστήριο. Κι ο Θεός, μες στα όνειρά του, τους δημιουργούσε κι έλεγε τραγουδιστά:

- Σπάζω τούτο τ’ αβγό και γεννιέται η γυναίκα, και γεννιέται ο άνδρας. Και μαζί θα ζήσουν, μαζί θα πεθάνουν. Αλλά θα ξαναγεννηθούν. Θα ξαναγεννηθούν, θα ξαναπεθάνουν και πάλι απ’ την αρχή. Δε θα πάψουν ποτέ να γεννιούνται, γιατί ο θάνατος είν’ ένα ψέμα.


* Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, μετάφραση Ισμήνης Κανσή
GreekBloggers.com