14 Μαρτίου 2014

Το κόμμα του Μνημονίου (του Σταύρου Λυγερού)

Από ποιούς αποτελείται το άτυπο κόμμα του μνημονίου; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των υποστηρικτών του, ποια είναι η κοινωνική τους θέση και ποια η οικονομική τους κατάσταση; Ποιοι είναι αυτοί, στην στήριξη και - κυρίως - στην ψήφο των οποίων στηρίζονται οι μνημονιακές κυβερνήσεις.
Ο κ.Σταύρος Λυγερός αποκρυπτογραφεί αυτή τη μερίδα πολιτών, οι οποίοι, προφανώς, δεν έχουν θιγεί από την εφαρμοζόμενη - κατ'επιταγήν της τρόικας - μνημονιακή πολιτική.
Το κείμενο που αναδημοσιεύω σήμερα, το πήρα από το γνωστό βιβλίο τού καλού αρθρογράφου με τίτλο "Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεοκοπία"  (εκδόσεις Πατάκη). Να σημειώσω μόνο ότι, επειδή το βιβλίο γράφτηκε επί κυβερνήσεως ΓΑΠ, έχω αλλάξει τα σημεία, στα οποία αναφέρεται στην κυβέρνησή του, διαγράφοντας το όνομα Παπανδρέου, και όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, τα γραφόμενα ταιριάζουν ακριβώς και με τη δράση της σημερινής κυβέρνησης. Τόση διαφορά έχουν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά!!!




Το κόμμα του Μνημονίου


Όταν τον Μάιο 2010 ψηφίστηκε το πρώτο Μνημόνιο, πολλοί Έλληνες θεωρούσαν πως στο σημείο που είχαν φτάσει τα πράγματα ήταν αναγκαίο κακό για να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Ορισμένοι εξ αυτών θεωρούσαν το Μνημόνιο και αναγκαία θεραπεία, επειδή επέβαλλε αλλαγές τις οποίες οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφευγαν να λάβουν επί πολλά χρόνια από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Ο σκληρός πυρήνας των μνημονιακών, μάλιστα, θεωρούσε και θεωρεί το καθεστώς οικονομικού ελέγχου και κηδεμονίας από την Τρόικα ευλογία! Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι στην κατηγορία των πολιτών που συγκροτούν το άτυπο κόμμα του Μνημονίου ανήκουν κατά κανόνα ανώτερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, το βιοτικό επίπεδο των οποίων θίγεται λίγο από την κυβερνητική πολιτική.


Το κόμμα του Μνημονίου είναι οριζόντιο σε σχέση με την κάθετη ταξινόμηση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, δηλαδή περιλαμβάνει ψηφοφόρους απ’ όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Προφανώς, κι αυτοί βιώνουν περισσότερο ή λιγότερο τις αρνητικές επιπτώσεις της Κρίσης, αλλά είναι πολύ διαφορετικό να βλέπεις τις σταθερές της ζωής σου να ανατρέπονται. Η ισχύς του κόμματος του Μνημονίου, όμως, δεν πήγαζε τόσο από τη μειοψηφική απήχησή του στην κοινωνία όσο από τις δυνάμεις που το συναποτελούσαν. Εκτός από τα κόμματα που το ψήφισαν, σ’ αυτό το άτυπο μέτωπο συμμετείχαν σύσσωμη η ολιγαρχία του χρήματος και βεβαίως η μεγάλη πλειοψηφία των κυρίαρχων ΜΜΕ. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί η ενεργός στήριξη του ευρωπαϊκού ιερατείου. Με άλλα λόγια, το κόμμα του Μνημονίου μπορεί να είναι ξεκάθαρα μειοψηφικό, αλλά διαθέτει δυνατή φωνή στη δημόσια σφαίρα, έστω κι αν οι δραματικές εξελίξεις έχουν πλήξει την αξιοπιστία του.

Να προστεθεί ότι εάν δεν υπήρχε η κοινωνική στήριξη της πολιτικής τής κυβέρνησης από το κόμμα του Μνημονίου, θα είχε ρηγματωθεί και η θεσμική στήριξη ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης και έντονης δυσαρέσκειας που συσσωρεύεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Οι αντίπαλοι του Μνημονίου επικαλούνται τις αρνητικές επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά δεν έχουν πείσει ότι διαθέτουν εναλλακτική πολιτική, ικανή να εγγυηθεί την έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό και το εκβιαστικό δίλημμα "Μνημόνιο ή χρεοκοπία” διατηρεί σημαντικό μέρος από την εμβέλειά του.

Το κόμμα του Μνημονίου ισχυρίζεται ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις προέρχονται από κάποιους προνομιούχους, οι οποίοι χάνουν τα προνόμιά τους. Αυτό ισχύει για ορισμένες περιπτώσεις, αλλά τα μεγάλα θύματα της ασκούμενης πολιτικής είναι τα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία βιώνουν περισσότερο ή λιγότερο ένα οικονομικοκοινωνικό κραχ. Με όχημα τις μνημονιακές κυβερνήσεις, η Τρόικα εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να επιβάλει μέτρα τα οποία -στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανταγωνιστικότητας- στρέφονται σχεδόν μονομερώς εναντίον του κόσμου της εργασίας. Με άλλα λόγια, η κυβερνητική πολιτική έχει ταξικό πρόσημο.

Πολιτικοί, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι που έχουν συσπειρωθεί κάτω από τη σημαία του Μνημονίου ευλογούν τέτοιου είδους μέτρα, επειδή έχουν την τάση να εστιάζουν μόνο στις παθογένειες των μικρομεσαίων στρωμάτων. Είναι συνήθως οι ίδιοι που στιγματίζουν σαν λαϊκιστή όποιον ασκεί κριτική στη διαπλοκή και στις ποικίλες κομπίνες των μεγαλοεπιχειρηματιών, καθώς και όποιον υπερασπίζεται τα θεμιτά συμφέροντα των αδυνάτων της κοινωνίας.

Ο λαϊκισμός, βέβαια, δεν είναι ένα εύρημα. Υφίσταται ως ιδεολογικοπολιτική στάση και έχει συσσωρεύσει πολλά δεινά. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι (περισσότερο ή λιγότερο) νεοφιλελεύθεροι εκμεταλλεύονται την απαξίωση του λαϊκισμού, για να μετατρέψουν τη δημόσια καταγγελία του σε όχημα επιβολής των δικών τους ιδεολογικοπολιτικών επιλογών. Επιλογών που κατά κανόνα όζουν ταξική ιδιοτέλεια. Για να καταστεί δυνατή η υπέρβαση της Κρίσης, όμως, προϋπόθεση είναι η κάθε κοινωνική ομάδα να πάψει να οχυρώνεται πίσω από τη δική της μισή αλήθεια.

Το γεγονός ότι τα βάρη δεν κατανέμονται ούτε στοιχειωδώς δίκαια δεν είναι μόνο ηθικό ζήτημα. Είναι και βαθύτατα πολιτικό, επειδή υπονομεύει την προσπάθεια για εξυγίανση. Δεν είναι μόνο ότι τα μεγάλα ψάρια έχουν διεξόδους. Είναι και το γεγονός ότι η πολιτική εξουσία έχει την τάση να τα προστατεύει. Είναι άραγε τυχαίο ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις ελάχιστα έχουν πλήξει τους ποικίλους κλεπτοκράτες;

Μπορεί και αυτή η κυβέρνηση να απέτυχε να ανατάξει την οικονομία, αλλά στον επικοινωνιακό τομέα πήρε καλό βαθμό. Η πάγια τακτική της είναι να πολώνει κάθε φορά τη δημόσια συζήτηση σε ένα εκβιαστικό δίλημμα, το οποίο επιδέχεται μονοσήμαντη απάντηση. Αυτή η τακτική τής πρόσφερε πολιτικό πλεονέκτημα στον δημόσιο διάλογο. Στο σημείο, άλλωστε, που έχει φέρει τα πράγματα, η μόνη εμφανής εναλλακτική πολιτική είναι η πρόταση για στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ. Αυτή η εναλλακτική πολιτική, όμως, φαντάζει στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων χειρότερη από το Μνημόνιο. Μ’ αυτή την έννοια, η διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολιτικά τυφλή.

Επιπροσθέτως, με την αμέριστη προπαγανδιστική βοήθεια των κατεστημένων ΜΜΕ, οι κυβερνώντες εφαρμόζουν συστηματικά και με σχετική επιτυχία την τακτική του κοινωνικού αυτοματισμού, δηλαδή το να στρέφουν τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης. Γενικά, προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν συνολικά την κοινωνία, τονίζοντας υπαρκτές παθογένειες. Ειδικά, διασύρουν την επαγγελματική ομάδα που κάθε φορά βάζουν στο στόχαστρο και προσπαθούν να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον της συγκεκριμένης ομάδας, ιδίως εάν προβάλλει αντίσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σαλαμοποιούν όχι μόνο τις αντιδράσεις, αλλά και την ίδια την κοινωνία.

Οι εκάστοτε απεργοί δέχονταν όχι μόνο την ασφυκτική πίεση της εξουσίας, αλλά συχνά και της κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα, οι κινητοποιήσεις που διασαλεύουν τη λειτουργία της πόλης έχουν ηθικοπολιτικά κηρυχθεί αντικοινωνικές ενέργειες! Σ’ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, επαγγελματικές ομάδες προσπαθούν (κατά κανόνα ανεπιτυχώς) να υπερασπιστούν κεκτημένα αλλά προκλητικά προνόμια.

Οι διαδοχικές ήττες των κάθε είδους απεργών έχουν εδραιώσει την εντύπωση ότι οι κινητοποιήσεις είναι ατελέσφορες. Κυριαρχεί η πεποίθηση πως λόγω των ειδικών συνθηκών η κυβέρνηση δεν έχει περιθώρια υποχώρησης και κατά συνέπεια κάθε αντίσταση στα μέτρα του Μνημονίου είναι ατελέσφορη. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους κυβερνώντες να λειτουργούν σαν οδοστρωτήρας.
GreekBloggers.com