24 Απριλίου 2013

Το απόρρητο υπερισχύει πάντα απέναντι στην ανάγκη για διαφάνεια;



Στο κείμενο που παραθέτω παρακάτω, ο συγγραφέας του προσπαθεί να αναλύσει και να πάρει θέση στο θέμα της σύγκρουσης μεταξύ απορρήτου και διαφάνειας. Πότε πρέπει να προστατεύεται το απόρρητο και πότε να καταστρατηγείται για χάρη της διαφάνειας. Είναι ένα ερώτημα που πιστεύω ότι σε αρκετές περιπτώσεις έχει απασχολήσει τους περισσότερους από εμάς.
Ο συγγραφέας του βιβλίου "Τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν"* Raoul Vaneigem με επιθετικές μερικές φορές εκφράσεις δίνει τις δικές του απαντήσεις, που άλλοι θα δεχτούν, άλλοι όχι.

 ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Η βαρβαρότητα δεν πρέπει να διαθέτει ούτε άσυλο ούτε προστασία που να της επιτρέπουν να διαιωνίζεται ατιμώρητα. Οι τοίχοι ενός σπιτιού ή μιας ιδιοκτησίας, η ιδιωτική ζωή μιας οικογένειας, οι φραγμοί που υψώνει μια ομάδα, μια αίρεση ή μια συντεχνία, τα σύνορα μιας πα­τριάς ή ενός λαού, τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει τις κραυγές των καταπιεζόμενων αθώων να συνεγείρουν τις συνειδήσεις και να βρίσκουν τη βοήθεια που αποζητούν.
Το απαράγραπτο για τον καθένα δικαίωμα να διαθέτει το μυστικό του κήπο, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει αν δεν προσκληθεί, δεν πρέπει να συγχέεται με έναν τόπο όπου θα διαπράττονταν ωμότητες ενάντια σε ανθρώπους ή ζώα, ή θα καταστρεφόταν το φυσικό περιβάλλον. Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει την εισβολή της ζωής και τη θέλησή της να απαλλαγεί από ό,τι τη θλίβει και της εναντιώνεται.
Δεν χρειάζεται να ανακατευόμαστε στη μύχια πνευμα­τική ζωή των ατόμων. Αν όμως από τις φαντασιώσεις τους, από τις νοσηρές τους ιδέες, από τις πεποιθήσεις τους, από την αρπακτική τους φαντασία απορρέει μια συμπεριφορά που βλάπτει ένα παιδί, μια γυναίκα, έναν άντρα, μια κοινωνία η οποία ενδιαφέρεται να φτάσει σε περισσότερη ανθρωπιά, αγάπη και τρυφερότητα, τότε η ανθρωπιστική παρέμβαση έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει τα κρησφύγετα της ατιμίας για να τα φέρει στο φως και να τα εξουδετερώσει. Είναι καιρός ο άνθρωπος να καταργήσει το δίκαιο του ισχυρότερου και του πονηρότε­ρου και να σπάσει παντού τα ολέθρια δεσμά του αντανα­κλαστικού της αρπακτικότητας.
Δεν θέλουμε πια μυστικά που δημιουργούν εξαρτήσεις, ραδιουργίες, που υποκριτικά θεωρούν σαν δεδομένη την ανικανότητα να κατανοεί κανείς και να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα.
Κανένα απόρρητο δεν πρέπει να περιορίζει την ελεύθερη έκφραση σε θέματα δημόσιου συμφέροντος. Δεν υπάρχει παραβίαση κρατικού μυστικού, αντιθέτως το κρατικό μυ­στικό παραβιάζει το απαράγραπτο δικαίωμα του πολίτη να μην αγνοεί ό,τι τον αφορά και τον δεσμεύει. Η διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων δεν μπορεί να λέει στους διοικούμενους ότι υπάρχουν απόρρητα, αφού αυτοί πρέπει να είναι οι μόνοι που ωφελούνται απ’ αυτές.
Η ελεύθερη έκφραση έχει τη δύναμη να εμποδίσει την εξύφανση στα υπουργικά γραφεία και στις κρατικές υπη­ρεσίες εγκλημάτων όπως συνέβη στο παρελθόν με τη δολο­φονία του Πατρίς Λουμούμπα, που διαπράχθηκε κατ’ εντολήν της βελγικής κυβέρνησης, τις σφαγές στη Ρουάντα, που οι Γάλλοι επικεφαλής γνώριζαν ότι επίκεινται, την εθνοκάθαρση που αποφάσισε ο Μιλόσεβιτς, τη συντριβή της Τσετσενίας από τη μαφία που κυβερνάει τη Ρωσία.

Γιατί να ανεχτούμε έτι περαιτέρω μια αδιαφάνεια που συντηρείται εθελουσίως και να την αφήσουμε να καλύπτει ενέργειες που σαν στόχο έχουν την εκμετάλλευση των πο­λιτών; Τα καταφύγια εμπιστευτικών εκμυστηρεύσεων που λειτουργούν σαν θωρακισμένοι θάλαμοι για τα κονσόρτσι­ουμ και τις εταιρείες στις εκστρατείες τους για κέρδη, δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης σε μια κοινωνία αποφασισμέ­νη να διαχειρίζεται τα συμφέροντά της προς όφελος αποκλειστικά και μόνο όσων την συναποτελούν.
Η προώθηση μιας πιο έντιμης διαχείρισης των δημο­σίων πραγμάτων (res publica) είναι μια πράξη του πολίτη ο οποίος δεν ανέχεται πλέον τα μυστικά κονδύλια, τις μίζες, τις μυστικές ενέργειες των διεθνών χρηματοοικονομικών δυνάμεων και των τοπικών τους επιτετραμμένων, την ανα­γωγή σε κάτι το τετριμμένο των καταχρήσεων και της λωποδυσίας στα οποία επιδίδονται σε αγαστή σύμπνοια οι διαδοχικές κυβερνήσεις, επ’ ονόματι της εθνικής ή ευρω­παϊκής πολιτικής.
Κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτε­ρη και με βάση την ενδεχόμενη χρησιμότητά της για την ευ­ημερία τον πολίτη. Το απόρρητο του κατασκευαστή υπα­κούει στους μηχανισμούς αποδοτικότητας της προσφοράς και της ζήτησης. Δεν δικαιολογείται από τη στιγμή που το όνομα του εφευρέτη αναφέρεται και του καταβάλλεται αποζημίωση ικανή να τον απαλλάξει από τις υλικές σκο­τούρες χωρίς να απαιτείται εμπορική εκμετάλλευση. Το προτέρημα του δημιουργού δεν έγκειται στο να θέτει στη διάθεση όλων τα ευεργετήματα της εφεύρεσής του;
Θέλουμε ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, που προτείνεται στο όνομα του κοινού καλού, να έχει απόλυτη διαφάνεια, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να απορρίπτεται αν βλά­πτει, ή να υιοθετείται αν χρησιμεύει ή ευχαριστεί.
Το ιατρικό απόρρητο έγκειται στην προσωπική σχέση του γιατρού με τον ασθενή του. Η διακριτικότητα όμως δεν έχει πια θέση όταν ένας δημόσιος άνδρας την επικαλείται για να κρύψει από τους πολίτες ότι τους εξαπατά και τους λέει ψέματα συνειδητά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η υποχρέωση επιφύλαξης, αλλά ο φετιχισμός του απόρρητου.
Ανάλογος σεβασμός δεν χωράει ούτε για τα ιερά αιρέ­σεων ή θρησκευτικών κοινοτήτων όπου, μακριά από κάθε βλέμμα, κάποιοι κακομεταχειρίζονται άλλους. Ούτε για τα εργαστήρια όπου γίνονται πειράματα με το γενετικό υλικό, τα οποία έχουν παραγγείλει οι μαφίες της φαρμακοβιομη­χανίας. Ούτε για τους ιδιωτικούς ή κρατικούς οργανισμούς όπου μαγειρεύονται δοσοληψίες, διαπράττονται λογιστι­κές καταχρήσεις, εκπαιδεύονται μικροί και μεγάλοι εγκλη­ματίες. Ούτε για τα στρατιωτικά γραφεία που προστατεύο­νται από το απόρρητο για λόγους εθνικής άμυνας. Άμυνα από ποιον και πώς; Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να ενη­μερώνεται σχετικά.
Οι άνθρωποι της θρησκείας μπορεί να επικαλούνται το απόρρητο της εξομολόγησης, η δοσοληψία όμως ανάμεσα στον εξομολόγο και τον πιστό που του εμπιστεύεται τα κρί­ματά του χάνει την προσωπική της διάσταση και παίρνει πια τη μορφή της ομερτά, του νόμου της σιωπής που επι­βάλλουν οι οργανώσεις της μαφίας, όταν, με την απόκρυψη πληροφοριών, χρησιμεύει για την κάλυψη απάνθρωπων συμπεριφορών, όπως οι βιασμοί παιδιών, που οι κύκλοι της καθολικής Εκκλησίας αντιμετώπισαν επανειλημμένα ως έλασσον κακό σε σχέση με την κακή φήμη που θα βάραινε τον κλήρο αν καταγγέλλονταν.
Με λίγα λόγια, είναι θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη να εξιχνιάζει κάθε μυστικό που μπορεί να τον βλάψει: το απόρρητο μιας πολιτικής την οποία αυτός θα έπρεπε να διαχειρίζεται κατά κύριο λόγο, το απόρρητο των επιχειρή­σεων όπου ο δόλος είναι το μόνο επιβεβαιωμένο κίνητρο, το απόρρητο της επιστημονικής έρευνας όπου η αποδοτικότητα υπερισχύει έναντι του κινδύνου να υπάρξουν βλαβε­ρές συνέπειες.
Η διαφάνεια πρέπει να εξουδετερώνει την εξουσία της κερδοσκοπίας που θέλει να βασιλεύει παντού. Είναι υπό­θεση της ελεύθερης έκφρασης να ρίχνει φως στους μυστι­κούς λογαριασμούς, να καταγγέλλει τα μυστικά κονδύλια, να ερευνά τους τραπεζικούς λογαριασμούς, να δημοσιεύει τις φορολογικές δηλώσεις και τα εισοδήματα των αφεντι­κών, των πολιτικών ανδρών και οποιουδήποτε ασκεί εξου­σία ή επιζητεί τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Δεν θέλουμε άλλο απόρρητο από το απόρρητο της καρδιάς και της αγάπης, αυτό ακριβώς που παραβιάζει συνεχώς η κρυ­φή εξουσία της αρπακτικότητας με κάθε της μορφή.
Μέχρι και το απόρρητο μιας αστυνομικής έρευνας δεν πρέπει να το βαρύνει η μυστικότητα. Η ευαισθησία απένα­ντι στο ζων και η συνείδηση της προόδου του ανθρώπου αποδεικνύονται απαραίτητες κυρίως στον τομέα της καθη­μερινής ασφάλειας, στην αποκάλυψη των βάρβαρων πρά­ξεων, στον εντοπισμό των λωποδυσιών και των παραβάσε­ων καθήκοντος.
Το να γνωρίζει κανείς πώς προχωρεί μια δικαστική έρευνα, το να συλλέγει αποδείξεις ως άτομο, το να διεξά­γει ο ίδιος παράλληλη έρευνα, το να πληροφορείται για ποιο λόγο μια έρευνα δεν προχωρεί και ποιες πιέσεις την εμποδίζουν να ολοκληρωθεί πρέπει όχι να στηρίζουν, αλλά να βάλλουν εναντίον της λεγάμενης λαϊκής δικαιοσύνης, που σχετίζεται με τη δημαγωγία και στην οποία τείνει να υποδουλωθεί ένας αστυνομικός μηχανισμός που δεν ενδιαφέρεται τόσο για το καλό των πολιτών όσο για το καλό μιας συντεχνίας με την οποία ερωτοτροπεί η πελατειακή πολιτι­κή τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς.
Πώς να εξαλείψει κανείς το πνεύμα κατάδοσης και κα­ταπίεσης, τόσο πρόθυμο να ξορκίσει τους μυστικούς δαί­μονες της καθημερινής μνησικακίας, υποδεικνύοντας απο­διοπομπαίους τράγους και υποκινώντας σε λιθοβολισμούς είτε μέσω των ΜΜΕ είτε πραγματικούς; Και πώς, ταυτό­χρονα, να εμποδίσει τη δολοφονία, το βιασμό, την απρό­κλητη επίθεση, τη ληστεία, τις υπεξαιρέσεις να κάνουν θραύση, τη στιγμή που η απόλυτη προτεραιότητα για το χρήμα και το κέρδος σπρώχνει προς όλα αυτά, χωρίς να ξέ­ρουμε πλέον αν είναι ηθικά ή ανήθικα;
Η ελεύθερη έκφραση σε θέματα πάλης ενάντια στην εγκληματικότητα δεν πρέπει άραγε να ξεπερνάει την αντί­ληψη που εξομοιώνει την κοινωνία με τόπο κυνηγιού όπου βασιλεύει ο νόμος του ισχυρότερου και του πονηρότερου και όπου αστυνόμοι και κακοποιοί αποτελούν εμβληματικές μορφές;
Η προπαγάνδα περί τάξης και ασφάλειας μετά χαράς αναφέρει τα προάστια, τις συνοικίες, τη ζούγκλα των πόλε­ων όπου η αστυνομία δεν τολμάει πια να εισέλθει. Η πρό­κληση δεν θα ήταν ακριβώς να καταστούν τόποι όπου πε­ριττεύει η παρουσία και η επέμβαση των δυνάμεων κατα­στολής; Ο λόγος που, στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, καλεί στον πολλαπλασιασμό των αστυνομικών και των κα­ταδοτών, πρέπει άραγε να καταπνίγει την αναζήτηση άλ­λων οδών, τις σκέψεις για συλλογικές μορφές παρέμβασης που μπορούν να προωθήσουν μια πιο ανθρώπινη συμπερι­φορά και να δημιουργήσουν, ακόμα και κάτω από τις πιο αποθαρρυντικές κοινωνικές συνθήκες, χώρους ελεύθε­ρους από τη δικτατορία του κέρδους, ζώνες στις οποίες ού­τε άντρας ούτε γυναίκα ούτε παιδί θα φοβούνται τις ωμό­τητες που γεννούν η καταπίεση, η αθλιότητα, η ανία, η απελπισία, η διάψευση;
Ποια εκστρατεία Τύπου θα βοηθήσει, με ελάχιστη πρω­τοβουλία και φαντασία, να αποδοθούν ξανά οι δρόμοι στους ανέμελους περιπατητές και στα παιχνίδια των παι­διών, να ομορφύνουν προσφέροντας στους κατοίκους τα μέσα που θα τους καταστήσουν πιο γοητευτικούς -γιατί τί­ποτα δεν αποθαρρύνει περισσότερο τους βανδαλισμούς από την ομορφιά-, να πολλαπλασιαστούν τα σχολεία με τά­ξεις δώδεκα το πολύ μαθητών, να διαμορφωθούν περισσό­τεροι πεζόδρομοι, να βελτιωθούν και να είναι δωρεάν τα δημόσια μέσα μεταφοράς, να προωθηθούν τα αυτοκίνητα με μη ρυπογόνους κινητήρες, να εξασφαλιστεί το δικαίωμα της κατοικίας σε όλους, να αποθαρρυνθεί η πολεοδομική δημιουργία γκέτο πλούσιων και φτωχών, να εξυγιανθούν οι ιστοί της πόλης δημιουργώντας παντού χώρους πρασίνου;
Περιβαλλοντική ανάπλαση σημαίνει να επανακτήσει την επικράτεια της πόλης και της υπαίθρου ένας πληθυ­σμός που απελευθερώνεται από τα αντανακλαστικά του φόβου και της αρπαγής, που τολμάει να είναι παρών όχι για να καταστείλει, αλλά για να αποτρέψει την εγκληματι­κότητα, αναπτύσσοντας τη συνείδηση μιας αλληλέγγυας παρέμβασης που δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί καμιά απρόκλητη επίθεση.
Εδώ ακριβώς, στην απελευθέρωση περιοχών που κατά παράδοση είναι υποταγμένες στη σιωπηρή συνενοχή του εγκλήματος και της αστυνομικής καταστολής, θα βρουν τα δικαιώματα του ανθρώπου την πραγματική τους βάση, και όχι στα κυβερνητικά γραφεία όπου η πραγματικότητα γί­νεται αντιληπτή κατ’ αρχήν με όρους στατιστικών και κόστους.
Η ελεύθερη έκφραση περιλαμβάνει, για τον καθένα που κρίνει ότι υφίσταται κακομεταχείριση ή διαπιστώνει ότι την υφίστανται άλλοι, το δικαίωμα να ακούγεται, να επεμβαίνει χωρίς κυρώσεις και να καλεί την κοινότητα σε βοήθεια. Ο καθένας έχει πια το ελεύθερο να θέτει τέρμα σε κάθε αναξιοπρέπεια και να αναμιγνύεται παντού όπου το ζων προ­σβάλλεται ή υφίσταται κακομεταχείριση. Ο δικαστής Γκαρζόν που κατηγορεί τον στρατηγό Πινοσέτ για εγκλήματα κα­τά της ανθρωπότητας, ο κτηνίατρος Βαν Όππεμ που δολο­φονείται επειδή κατήγγειλε τη μαφία των ορμονών η οποία δρούσε στη σκιά των μεγάλων λόμπι της αγροτοβιομηχανίας, η Καρίν και ο Τζίνο Ρούσσο, γονείς δολοφονημένων κοριτσιών, που εκδηλώνουν την αντίθεση τους στη θανατική ποινή και μάχονται ενάντια σε ένα σύστημα που κάνει το παιδί θύμα μιας γενικευμένης αρπακτικότητας, ο Ολλανδός υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που απολύθηκε επειδή κατήγγειλε καταχρήσεις εκ μέρους της Κομισιόν, αποτελούν παραδείγματα που θα άξιζε να έχουν ένα όλο και μεγαλύτερο ακροατήριο και να πυροδοτούν εκστρατείες Τύπου εξίσου παθιασμένες με αυτήν του Ζολά όταν εκτό­ξευε το «κατηγορώ» του στα μούτρα μιας υποκρίτριας κοι­νωνίας. Το θέμα μας δεν είναι να υποδείξουμε τους υπεύθυ­νους προκειμένου να διωχθούν από λαϊκά δικαστήρια, αλλά να εξαρθρώσουμε τις μεθόδους διαφθοράς που διαθέτει εγγενώς κάθε οργανισμός όταν λειτουργεί με βάση τις επιτα­γές της αποδοτικότητας.
Όλο και συχνότερα πολίτες αντιτίθενται στην ερήμωση ενός τοπίου, στην εγκατάσταση ρυπογόνων βιομηχανιών, στην καταστροφή της πανίδας και της χλωρίδας, στις μηχα­νορραφίες των πολυεθνικών που εξαγοράζουν τις εθνικές και τοπικές αρχές για να πολλαπλασιάσουν τις ζώνες κέρ­δους. Φωνές υψώνονται και απαιτούν να προχωρήσουν οι πάμπολλες έρευνες που θάφτηκαν, επειδή εμπλέκουν προύχοντες και αμφισβητούν τη νοοτροπία της κερδοσκο­πίας. Όλο και περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι, αγανακτισμένοι με τις καταχρήσεις εκ μέρους πολιτικών και κερδοσκόπων που υποπίπτουν στην αντίληψή τους, διοχετεύ­ουν τις σχετικές αποδείξεις σε δημοσιογράφους που ερευ­νούν το θέμα, κινδυνεύοντας να υποστούν απειλές, επιθέ­σεις, διοικητικές ή δικαστικές κυρώσεις.
Ο δημόσιος λόγος δεν ταυτίζεται άραγε πλήρως με την ελευθερία των προσώπων όταν αναλαμβάνει την υπεράσπι­σή τους και προωθεί τη θέληση τους για διαφάνεια;
Από την άλλη πλευρά, δεν δικαιολογούμαστε όταν λέμε πως η ελεύθερη έκφραση ακυρώνεται όταν πνίγει μέσα σε κύματα άχρηστων ειδήσεων μια πληροφορία ωφέλιμη για την πρόοδο του ανθρώπου, συντηρώντας έτσι το αίσθημα αδιαφορίας και ανημπόριας που έχει τόσο καλά διαδώσει η δικτατορία του κέρδους;
Είναι λυπηρό που σε θέματα κακομεταχείρισης γυναι­κών ή παιδιών, μόλυνσης του περιβάλλοντος, καταστροφής τοπίων, σφετερισμού των δημόσιων αγαθών, χρηματοοικο­νομικών πράξεων που βλάπτουν το δημόσιο τομέα, αρπακτικών ηθών, που λυμαίνονται από τη Γουώλ Στρητ μέχρι τα προάστια, καμιά πληροφόρηση δεν υπογραμμίζει, με επιμονή αντίστοιχη και προς την αντίθετη κατεύθυνση από το Delenda Carthago του Κάτωνα, ό,τι κάτι θα μπορούσε να γίνει για να δημιουργηθούν οι όροι μιας πιο ανθρώπι­νης κοινωνίας.
Απέναντι στο φετιχισμό του χρήματος, η ηθική, όσο ανα­γκαία κι αν είναι, αποδεικνύεται ανεπαρκής. Είναι εξίσου μάταιο να ελπίζεις ότι θα εισαγάγεις ηθικά κριτήρια στις επιχειρήσεις με το να προτρέπεις να λάβει περισσότερα μέτρα υγιεινής κάποιος που ζει σε σκουπιδότοπο. Από την άλλη μεριά, τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο από το να υπάρ­χει η ελευθερία του λόγου για όλους, ώστε να ανθήσουν καινούριες ιδέες που θα διέπουν την ανάπλαση της ατομι­κής ύπαρξης και της κοινωνίας την ώρα που καταρρέει από τα μέσα ένα σύστημα θεμελιωμένο στην αποκλειστική αναζήτηση του χρήματος, το οποίο διαλύει τις δημόσιες υπηρεσίες, κάνει πλάτες στις μαφιόζικες τακτικές, γενι­κεύει τη λωποδυσία, παράγει την εγκληματικότητα και την ιδεολογία της τάξης και ασφάλειας, βάζει τα παιδιά να δουλεύουν και τα παραδίδει στις θλιβερές ακολασίες της jet society, νεκρώνει την ευαισθησία, διαδίδει το μηδενισμό της ανίας και της απόγνωσης.
Μόνον αν δώσουμε το προβάδισμα στη χαρά του να εί­ναι κανείς άνθρωπος και στον εκλεπτυσμό όλων των απολαύσεων της ζωής θα ακυρώσουμε τη διαφθορά του ζώντος από το χρήμα, βοηθώντας έτσι στην εξέλιξη του ανθρώπου που μέχρι στιγμής δεν έχει καθόλου προοδεύσει, ξεκινώ­ντας από τους τελετουργικούς λιθοβολισμούς στις νεολιθικές κοινωνίες και φθάνοντας στις σφαγές στη Ρουάντα.
Η ανθρώπινη ευαισθησία δεν χρειάζεται να επιτιμά ό,τι καταδικάζει, αλλά να επεμβαίνει παντού για να εξασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της. Δεν θέλουμε μια πολιτεία δικαστών και καταδοτών, θέλουμε μια κοινωνία στην οποία να μην μπορεί να διαπράττεται καμιά πράξη αντίθετη στην ανθρω­πιά. Η θέληση για διαφάνεια αναιρείτο πνεύμα του καταδό­τη. Ο καλύτερος τρόπος να αποθαρρύνεις τους συκοφάντες είναι να καθισιάς τα πάντα γνωστά στους πολίτες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες δέχονται ότι ο Τύπος οφείλει να έχει το ελεύθερο να δημοσιεύει ειδήσεις που προέρχο­νται από οποιαδήποτε πηγή, χωρίς την παραμικρή λογο­κρισία. Η προστασία που απολαμβάνει ο τύπος του επιτρέ­πει να αποκαλύπτει τα κρατικά μυστικά και να πληροφο­ρεί σχετικά τους πολίτες. Στη Γερμανία ο δικαστής μπορεί να αγνοήσει την άρνηση της κυβέρνησης και να επιτάξει έγγραφα που φυλάσσονται μυστικά.
Ο καθένας έχει δικαίωμα σε μια πληροφόρηση που κα­ταγγέλλει τόσο τις ραδιουργίες των κερδοσκοπικών και πολιτικών λόμπι όσο και των εγκληματικών εταιριών, που, εκτός των άλλων, μοιράζονται το ίδιο πνεύμα ή και το ίδιο περιβάλλον. Δουλειά μας είναι να εισχωρήσουμε στα φρούρια της απαγόρευσης, που είναι κυρίως τα φρούρια του χρήματος, για να τα κατεδαφίσουμε.
Καθώς το κράτος πρόνοιας, που έτρεφε χθες ακόμα την ψευδαίσθηση ότι προστατεύει και υπηρετεί το λαό, παραχωρεί τη θέση του σε μια συνωμοσία ιδιωτικών συμ­φερόντων, η παραίτησή του μεταβιβάζει εκ των πραγμά­των σε ομάδες πολιτών το έργο να διαχειρίζονται προς το συμφέρον όλων τα δημόσια πράγματα και αγαθά, που παραχωρήθηκαν, στο όνομα της ιδιωτικοποίησης, στις πο­λυεθνικές, οι οποίες τα νέμονται προς ίδιον όφελος και τα διαλύουν.
Μπορούμε να υπερασπιζόμαστε και να ασκούμε την ελεύθερη έκφραση χωρίς να υπερασπιζόμαστε, παντού όπου απειλούνται, τις ατομικές ελευθερίες; Μέσα σε αυτό το πνεύμα άραγε δεν πρέπει να επινοήσουμε εκ νέου τις έννοιες της πληροφορίας και της επικοινωνίας;
Η ανθρωπιστική παρέμβαση δεν θα αποφύγει την προ­σφυγή στη βία αν δεν δημιουργήσει εκείνες τις καταστά­σεις που ευνοούν και εκλεπτύνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Αν δεν υπάρχει πολιτική πρόληψης, αυτή η παρέμβαση εκτίθεται στην απάτη να υπερασπίζεται οικονομικά συμ­φέροντα με το πρόσχημα της υπεράσπισης του ανθρώπου.
Η χρήση της απειλής και της κατασταλτικής βίας προδί­δει, στην καλύτερη περίπτωση, έλλειψη επαγρύπνησης και, στη χειρότερη, οπισθοχώρηση της ευαισθησίας απέναντι στο ζων και εκ νέου ανάδυση του αντανακλαστικού του θα­νάτου. Το είδαμε στις μαφιόζικες συγκρούσεις ανάμεσα στις εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας ή του Αφγανιστάν, το βλέπουμε στους πολέμους του πετρελαίου όπου, με το πρό­σχημα της σωτηρίας στρατιωτών (που επέλεξαν αυτοβούλως το επάγγελμα να σκοτώνουν, γνωρίζοντας ότι διατρέ­χουν τον κίνδυνο να σκοτωθούν), η ανθρωπιστική επιχεί­ρηση δεν διστάζει να εφαρμόσει την αρχή του Σιμόν ντε Μονφόρ «Σκοτώστε τους όλους, ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του!», πειραματιζόμενη με όπλα μαζικής κατα­στροφής, που βγάζουν το κόστος κατασκευής τους σε βά­ρος των άμαχων πολιτών.
Είναι στη λογική και προς το συμφέρον των δυνάμεων καταστολής, που δρουν υπό τη σημαία της ανθρωπιστικής αυταρέσκειας, να αφήνουν την κατάσταση να φτάνει στο απροχώρητο ώστε να επεμβαίνουν σύμφωνα με τη στρα­τιωτική και αστυνομική παράδοση, άνευ των οποίων θα έχαναν προφανώς το λόγο ύπαρξής τους.
Η προσφυγή στην ποινική ή ένοπλη καταστολή, όσο δι­καιολογημένη κι αν φαίνεται λόγω της επείγουσας ανά­γκης να αναχαιτιστεί κάθε ρατσιστική, ξενόφοβη, σεξιστι­κή βία, εκφράζει την έλλειψη μιας έκτων πρστέρων επέμ­βασης. Ο μόνος τρόπος να προφυλαχθεί κανείς είναι να κάνει έκκληση στην ατομική και συλλογική δημιουργικότη­τα και να καταλάβει όποιο περιβάλλον γεννά το έγκλημα, προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί δομές που καθιστούν αδύνατη την άσκηση της βαρβαρότητας.
* (μετάφραση Αναστασίας Καραστάση - Εκδόσεις Σαββάλας)
GreekBloggers.com