2 Μαρτίου 2013

Ο μηχανισμόs δημιουργίας του χρέους (του Σταύρου Λυγερού)

Όσο πιο πολύ βαθαίνουμε στην ύφεση εξαιτίας της ακολουθούμενης (υπαγορευόμενης από την ...αλάνθαστη τρόικα) κυβερνητικής πολιτικής, τόσο περισσότερο γυρίζουμε πίσω στο χρόνο προσπαθώντας να βρούμε τις αιτίες που φθάσαμε ως εδώ και αν υπήρχε η δυνατότητα να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος.
Το κείμενο του κ.Σταύρου Λυγερού (από το βιβλίο του "Από την κλεπτοκρατία στη χρεοκοπία") που ακολουθεί, πιστεύω ότι διευκολύνει όσους απασχολεί το παραπάνω ερώτημα, ώστε να βάλουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους και να αποκτήσουν μια -κατά το δυνατόν- πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την οικονομική πραγματικότητα που βιώνουμε. 
Όσον αφορά τις λύσεις... Θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί λύση η εφαρμοζόμενη πολιτική.


Ο μηχανισμόs δημιουργίας του χρέους
…. Οι πολιτικές ελίτ στις μεγάλες δυτικές χώρες είναι τό­σο διαπλεκόμενες με τιs μεγάλες εταιρείες των χωρών τους, που έχουν την τάση να ταυτίζουν τα συμφέροντα αυτών των εταιρειών με τα συμφέροντα των κρατών. Αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει. Για λόγους χαμηλότερου κόστους εργασίας, οι "δυτικές” πολυεθνικές έχουν σε μεγάλο βαθμό μεταφέρει τις παραγωγικές δραστηριότητές τους εκτός Δύσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουν στερήσει θέσεις εργασίας και τα αντίστοιχα εισοδήματα από τις δυτικές κοινωνίες και κατ’ επέκταση από τα δυτικά κράτη. Το γεγονός ότι κατά κανόνα οι μεγαλομέτοχοι των πολυεθνικών είναι Αμερικανοί και Ευ­ρωπαίοι δεν καλύπτει, βεβαίως, το κενό. Τα υψηλά κέρδη των πο­λυεθνικών μόνο εν μέρει επιστρέφουν στη Δύση και σε κάθε περί­πτωση δεν μπορούν να συντηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των δυτι­κών κοινωνιών.
Ορισμένοι αναλυτές στη Δύση προβλέπουν ότι λόγω του αυταρ­χικού μονοκομματικού καθεστώτος της και των οξυμένων οικονομικοκοινωνικών αντιθέσεών της η Κίνα θα αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια κρίση κατάρρευσης. Το ενδεχόμενο αυτό φοβίζει για τις επιπτώσεις που θα έχει στη διεθνή οικονομία και ως εκ τούτου στην αμερικανική και στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αποδυνάμωση ενός πανίσχυρου εμπορικού ανταγωνιστή θα ήταν επωφελής με στρατηγικούς όρους.
Οι επισημάνσεις για τις αντιφάσεις της Kίνας δεν είναι λάθος, αλ­λά το συμπέρασμα ότι θα αντιμετωπίσει κρίση κατάρρευσης δεν εί­ναι καθόλου δεδομένο. Δεν αποκλείονται κοινωνικές εντάσεις και ενδεχομένως αναταραχές. Προς το παρόν, όμως, το καθεστώς φαί­νεται όχι μόνο να διατηρεί τον έλεγχο της κατάστασης, αλλά και να υποστηρίζεται από τη νεοπαγή οικονομική ελίτ και από τμήματα του πληθυσμού που λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης έχουν δει το βιοτι­κό τους επίπεδο να αναβαθμίζεται σημαντικά.
Η κλιμα­κούμενη πίεση που δέχεται η Δύση από τις αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες αργά ή γρήγορα θα υποχρεώσει τις δυτικές άρχουσες τάξεις να αναθεωρήσουν τα κυρίαρχα δόγματά τους. Έτσι κι αλλιώς, οι βεβαιότητές τους καταρρέουν η μία μετά την άλλη. Όταν οι Αγορές στη δεκαετία επιτέθηκαν χωρίς σοβαρό λόγο εναντίον των χω­ρών της Ανατολικής Ασίας, προκαλώντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι χαμογελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους για το πλήγμα που δέχονταν οι ανταγωνιστές τους. Πίστευαν ότι οι Αγορές δεν πρόκειται ποτέ να στραφούν εναντίον της Δύσης, η οποία και τις έθρεψε. Οι επιθέσεις εναντίον του ευρώ και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ διέψευσαν και αυτόν τον μύθο. Αποδείχθηκε και κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η ολι­γαρχία του χρήματος είναι περισσότερο μια νέου τύπου πλανητική "αυτοκρατορία” παρά κεφαλαιοκράτες με αμερικανική ή ευρωπαϊκή συνείδηση.
Είναι αλήθεια ότι η πανάκριβη διάσωση των τραπεζών εκτόξευσε τα ελλείμματα και ως εκ τούτου αύξησε απότομα το χρέος των δυ­τικών χωρών. Στην πραγματικότητα, όμως, το κόστος της διάσωσης ήταν το νερό που ξεχείλισε ένα ποτήρι το οποίο ανάλογα με τη χώ­ρα ήταν ή μισογεμάτο ή σχεδόν γεμάτο. Χρέη είχαν αρχίσει να συσ­σωρεύουν οι δυτικές χώρες εδώ και μερικά χρόνια, παρά το γεγονός ότι η διεθνής οικονομία διάνυε περίοδο παχιών αγελάδων. Οι αιτίες είναι δύο και αμφότερες πηγάζουν από την παγκοσμιοποίηση:
  Πρώτον, η παραγωγή μετακόμισε σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση προς τις χώρες με φθηνό κόστος εργασίας.
  Δεύτερον, οι πολυεθνικές μετέφεραν την έδρα τους εκεί όπου οι φορολογικοί συντελεστές είναι χαμηλοί. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε έναν ανταγωνισμό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν μια γενική μεί­ωση των φορολογικών συντελεστών.
Όλα αυτά επέφεραν σημαντική μείωση των κρατικών εσόδων. Για να συντηρήσουν οι δυτικές κυβερνήσεις στοιχειωδώς το μέσο βιοτι­κό επίπεδο και τις κοινωνικές υποδομές στις χώρες τους, κατέφυγαν στον δανεισμό. Ειδικά στην Ευρωζώνη, που για χρόνια τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά, ο δανεισμός ήταν η εύκολη λύση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα κρατικά χρέη να ακολουθήσουν ανοδική τροχιά. Με άλλα λόγια, το χρήμα έχει μεταφερθεί μαζικά από τα κράτη σε ιδιώ­τες. Η μεγαλύτερη ή μικρότερη διόγκωση του χρέους ήταν αναπό­φευκτο να προκαλέσει κάποια στιγμή κρίση χρέους. Όσο η διεθνής κοινότητα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις Αγορές σαν ιερές αγε­λάδες, η δημοσιονομική κρίση των κρατών θα οξύνεται και στις ακραίες περιπτώσεις θα μετεξελίσσεται σε κρίση χρέους.



Το φάρμακο της Λιτότητας
Η Ευρωζώνη υπέστη ρήγμα στον πιο αδύναμο κρίκο της, που ήταν η Ελλάδα. Έχει σημασία να συγκρατήσουμε στο μυαλό μας ότι από τη στιγμή που η Ευρωζώνη υπέστη ρήγμα σε μια χώρα-μέλος της ήταν αναπόφευκτο να προκληθεί ένα είδος ντόμινο και οι Αγορές να επιτεθούν και στους άλλους αδύναμους κρίκους. Αυτή τη διαπίστωση δεν την κάνω εκ των υστέρων: «Η Ελλάδα έχει καταλυτικές ευθύνες που μετετράπη σε αδύναμο κρίκο. Αυτή, όμως, εί­ναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι λόγω τηs ανισομερούς ανάπτυξης πάντα και παντού θα υπάρχουν αδύναμοι κρίκοι. Γι’ αυτό και πίσω από την Ελλάδα ακολουθούν και οι άλλες χώρεs του ευρω­παϊκού Νότου» (Επίκαιρα, 11-3-2010).
Οι άρχουσες τάξεις προωθούν μέσα από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς τους μια απλοϊκή αλλά πολύ βολική γι’ αυτές λύση στο πρόβλημα του μεγάλου χρέους. Σχεδόν σε κάθε χώρα επιστρατεύουν -με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση- το γνωστό επιχείρημα ότι οι πολίτες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Το επιχείρημα δεν είναι αβάσιμο, αλλά, όπως πάντα, τα μεγάλα ψέματα χρησιμοποιούν σαν όχημα μισές αλήθειες. Η αλήθεια που δεν λέγεται είναι η διπλή βαρύ­τατη κεντρική ευθύνη των αρχουσών τάξεων:
  Πρώτον, αυτές δρομολόγησαν την παγκοσμιοποίηση, η οποία με­τατόπισε το κέντρο βάρους της διεθνούς οικονομίας προς τις αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες και ωθεί τις δυτικές οικονομίες σε παρακμή.
*   Δεύτερον, αυτές μετέτρεψαν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση δημοσίου χρέους, για να διασώσουν τις τράπεζες. Και στη συνέχεια, επικαλούνται το διογκωμένο δημόσιο χρέος ως επιχεί­ρημα για να μετακυλήσουν το κόστος της μείωσής του κυρίως στις πλάτες των φορολογουμένων. Αυτοί καλούνται να πληρώσουν τη μερίδα του λέοντος, ενώ οι ολιγαρχίες του χρήματος, που έχουν τη μερίδα του λέοντος των ευθυνών, πληρώνουν αναλογικά πολύ λιγότερα.
Η κατανομή των βαρών, όμως, είναι το ένα πρόβλημα. Το άλλο εί­ναι ότι με τη διεθνή κρίση ακόμα παρούσα και με τις κοινωνικές πλη­γές ακόμα ανοιχτές, οι κερδοσκόποι των Αγορών έχουν ξαναρχίσει τα γνωστά καταστροφικά παιχνίδια τους. Αυτό ήταν αναμενόμενο να συμβεί. Το γελοίο είναι να τους ζητάς να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Η ευθύνη είναι αλλού. Παρ’ ότι η διεθνής κρίση κονιορτο­ποίησε τα ιδεολογήματα για την αυτορρύθμιση των Αγορών, οι κυ­βερνήσεις δεν λαμβάνουν μέτρα ελέγχου, και όποτε λαμβάνουν, όπως η κυβέρνηση Ομπάμα, είναι κατώτερα των περιστάσεων.
Απόδειξη ότι οι πολιτικές ελίτ δεν έχουν διδαχτεί από την κρίση είναι ότι την αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν ένα είδος θεομηνίας και λιγότερο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οργανώθη­καν και λειτούργησαν οι Αγορές. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγο­νός ότι μένουν προσκολλημένες στους ίδιους θεσμούς και στα ίδια αποτυχημένα εργαλεία. Εκτός και αν αποδεχτούμε ότι η υπαλληλο­ποίηση των πολιτικών ελίτ έχει προσλάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε να αδιαφορούν για τις κοινωνίες τις οποίες κυβερνούν. Εάν συμβαίνει αυτό, το πρόβλημα είναι ακόμα οξύτερο, αφού ακυρώνε­ται η έννοια της δημοκρατίας.
Αυτό που στην πραγματικότητα ισχύει είναι ότι οι αποφάσεις των δυτικών κυβερνήσεων αντανακλούν τον συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνει μια δυναμική σύγκρουση. Στη μία πλευρά είναι to χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ιδεολογικοί και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του, καθώς και τα ερείσματά του στο πολιτικό σύστημα. Παρά την κρίση, οι δυνάμεις αυτές συνεχίζουν να υπερασπίζονται την ασυδο­σία των Αγορών. Εν πολλοίς, μάλιστα, το επιτυγχάνουν, επειδή κα­τά κανόνα ελέγχουν τις θέσεις-κλειδιά όχι μόνο στην οικονομία, αλ­λά και στην πολιτική και στα ΜΜΕ και στα πανεπιστήμια.
Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι ποικίλες και συνήθως διάσπαρτες δυνάμεις που υπερασπίζονται την αυτονομία της δημοκρα­τικά νομιμοποιημένης πολιτικής εξουσίας. Δικαιωμένες από τα γεγο­νότα, αυτές οι δυνάμεις πιέζουν για την επιβολή κανόνων στις Αγορές, αλλά ελάχιστα καταφέρνουν. Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι ανάμεσα στις Αγορές και στα κράτη: Η σύγκρουση είναι για τον με­γαλύτερο δυνατό έλεγχο της κρατικής εξουσίας και διεξάγεται και εντός των κρατών και εντός των κομμάτων. Από την έκβασή της θα κριθεί εάν στο τιμόνι θα βρίσκεται η Πολιτική ή οι Αγορές, εάν τις τύχες των κοινωνιών θα καθορίζουν οι δημοκρατικά εκλεγμένες πολιτικές ηγεσίες ή οι αγέλες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων.
GreekBloggers.com